-
1 μυκημα
-
2 βροντή
βροντ-ή, ἡ,A thunder, Διὸς μεγάλοιο κεραυνὸν δεινήν τε β. Il.21.199;ὑπὸ βροντῆς πατρὸς Διός 13.796
;Ζηνός τε βροντῇ Od.20.121
; ἀστραπὴ καὶ β. Hdt.3.86;β. στεροπῇ τε A.Supp.34
(anap.);β. καὶ κεραυνίᾳ φλογί Id.Pr. 1017
; βροντῆς μύκημα ib. 1062 (anap.), cf. 1083 (anap.);β. δ' ἐρράγη δι' ἀστραπῆς S.Fr. 578
, etc.: in pl., Id.OC 1514, X.HG1.6.28, Thphr. Sign.21, etc.; χθόνιαι β. Ar.Av. 1745: metaph.,τούτου τὰς β. οἶδ' ὅτι δείσεις Lib.Ep.98.4
.II the state of one struck with thunder, astonishment, ἐπεάν σφι θεὸς ἐμβάλῃ β. Hdt.7.10.έ. ( βρομτᾱ, cf. βρέμω.) -
3 ἀ-τέραμνος
ἀ-τέραμνος, unerweicht, hart, VLL. δυςμετάβλητος (vgl. τέρην); κῆρ Od. 23, 167; ὀργή Aesch. Prom. 190; βροντῆς μύκημα 1064; πέτρα Theocr. 10, 7; τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Pol. 4, 21; vom Wasser, Arist.
-
4 ἠλιθιόω
ἠλιθιόω, einfältig machen, bethören, betäuben; μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιϑιώσῃ βροντῆς μύκημα Aesch. Prom. 1063, Schol. εἰς ἀναισϑησίαν ἄξῃ.
-
5 ατεραμνος
См. также в других словарях:
μύκημα — μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [μυκώμαι] μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῡντες ὅμοιον», Πλούτ.) αρχ. 1. ο κρότος τής βροντής 2. ισχυρός ήχος («ἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.) … Dictionary of Greek
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek